γένι

γένι
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι της Λευκάδας, που βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νησιού, στην ανατολική ακτή του λιμανιού του Βλυχού.
* * *
και γένειο, το (AM γένειον, Μ και γένιν)
1. το τρίχωμα τού προσώπου τών ανδρών στα μάγουλα, στο κάτω χείλος και στο σαγόνι
2. το σύνολο τών τριχών που φύονται στην κάτω σιαγόνα και κοντά στο ρύγχος ορισμένων θηλαστικών
3. το μέρος τού προσώπου που καλύπτεται από το γένι
νεοελλ.
1. το πιο προεξέχον σημείο τού σαγονιού
2. η χητινώδης πλάκα στην οποία στηρίζεται το κάτω χείλος τών Εντόμων
3. τα κεράτινα ελασματίδια στη ράχη τού κάθε φτερού τών Πτηνών
4. περιοχή στην εξωτερική πλευρά τού κάθε χείλους τού αλόγου
5. φρ. α) «και τού σπανού τα γένια γίνονται» — και τα πιο απίθανα μπορούν να συμβούν
β) «ο παπάς βλογάει πρώτα τα γένια του» — καθένας φροντίζει πρώτα για το συμφέρον του και μετά για τους άλλους
γ) «όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια» — όποιος χειρίζεται ένα δύσκολο θέμα έχει και τα μέσα να το επιλύσει
αρχ.
το δόντι τού πριονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γένι < μσν. γένιν < μσν. γένειον < αρχ. γένειον < *γενέF-ιον < γένυ-ς*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γενί — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι… …   Dictionary of Greek

  • γένι — το 1. το τρίχωμα που φυτρώνει στα μάγουλα και στο πιγούνι των αντρών, η γενειάδα, το μούσι: Πολλοί άντρες αφήνουν γένια ως ένδειξη πένθους. 2. φρ., «Ο παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του», γι’ αυτόν που φροντίζει πρώτα τον εαυτό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… …   Dictionary of Greek

  • γένειο — το (AM γένειον) βλ. γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γένι] …   Dictionary of Greek

  • κακογένης — κακογένης, ὁ (Μ) αυτός που δεν έχει γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γένης (< γένι[ν]), πρβλ. μακρο γένης, πυκνο γένης] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινογένης — ο αυτός που έχει πυρρό, κοκκινωπό γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + γένης (< γένι), πρβλ. μαυρο γένης, ψαρο γένης] …   Dictionary of Greek

  • μπαμ-τερλελέ — το άκλ. μικρό γένι κάτω από το κάτω χείλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σατιρική απόδοση τού γαλλ. barbe imperiale «αυτοκρατορικό γένι», σαν τού Ναπολέοντος Γ] …   Dictionary of Greek

  • ξανθοαρχιγένειος — ή ξανθοαρτιγένειος, ον (Μ) (για το γένι) αυτός που αρχίζει να βγάζει ξανθές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + αρχι * + γένειος (< γένι). Ο τ. ξανθοαρτιγένειος < ξανθός + ἀρτιγένειος «αυτός που έβγαλε πρόσφατα γένια»] …   Dictionary of Greek

  • οξυπώγων — ὀξυπώγων, ον (Α) αυτός που έχει μυτερό πώγωνα, αιχμηρό γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πώγων «γένι» (πρβλ. ξανθο πώγων)] …   Dictionary of Greek

  • πωγωνίτης — ὁ, Α αυτός που έχει πώγωνα, γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. σιαγον ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”